Το δωμάτιο
Ονειρεύτηκα ότι ήμουν σε ένα δωμάτιο σκοτεινό.
Δεν είχα βρεθεί ξανά εκεί,
αλλά το ήξερα καλά.
Με παλιά έπιπλα φορτωμένο,
τα είχα διαλέξει εγώ,
αν και δεν έβλεπα,
εύκολα περιφερόμουν ανάμεσά τους.
Ήταν σαν να ζούσα τη ζωή μια ανάμνησης παλιάς,
τόσο παλιάς που ήταν από άλλη εποχή,
σε άλλη ήπειρο,
σε άλλον κόσμο.
Το δωμάτιο είναι μακρόστενο,
είχε μια μεγάλη βεράντα με τζαμαρία,
ξύλινος σκελετός κρατούσε τα τζάμια
βαμμένος σε ένα λευκό χρώμα.
Έξω απλώνονταν ένα δάσος,
μυρτιές;
κέδροι;
δεν μπορούσα να καταλάβω τα δέντρα.
Μια μεγάλη ντουλάπα με πολλά συρτάρια
έντυνε τον τοίχο.
Άνοιξα ένα στο ύψος του στήθους μου,
γεμάτο μικρά καθημερινά πράγματα.
Μολύβια,
σημειωματάριο,
χαρτάκια,
αναπτήρες,
πολλά μικρά αντικείμενα.
Τα γράμματα μου ήταν μέσα στο σημειωματάριο,
το ξεφυλλίζω,
είναι πυκνογραμμένο.
Είναι τα γράμματά μου,
είμαι σίγουρος για αυτό,
αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τη γλώσσα που είναι γραμμένα.
Από την ένταση της γραφής,
από τα σβησίματα,
από την ροή των λέξεων,
καταλαβαίνω ότι είμαι εγώ,
ή αυτός που ήμουν εγώ,
έγραφα με ένταση,
με πόνο.
Σκοτεινό το δωμάτιο.
Ψάχνω στα συρτάρια,
ρούχα παλιά παιδικά,
πετσετούλες,
παιχνίδια,
σπίρτα και κερί.
Το ανάβω,
φωτίζω γύρω.
Το δωμάτιο πάλλεται,
οι τοίχοι αναπνέουν,
τα δέντρα με κοιτάνε,
τα τζάμια κλαίνε.
Η παρουσία μου αφάνισε την απουσία σου.