Χρόνε
Νιώθω σαν ένα ρολόι δίχως δείκτες,
ο χρόνος έχει σταματήσει.
Προσποιούμαι ότι έχει σταματήσει,
ξέρω όμως ότι τρέχει,
έξω, στις ακρογιαλιές,
στους πολυσύχναστους δρόμους,
στα κόκκινα φανάρια.
Τον αγνοώ.
Τον αγνοώ μέχρι τη στιγμή
που θα έρθει,
θα καθίσει απέναντί μου
στο τραπέζι,
θα του γεμίσω το ποτήρι κρασί
και στα μάτια θα τον κοιτάξω.
Χρόνε αγέραστε,
χρόνε με γέλιο και δάκρυ,
σύρε να πιούμε το στερνό κρασί,
άσε να περάσουν τα παιδιά σου
από τούτο το κατώφλι της ανυπαρξίας.
Οι Ώρες πόρνες σου,
τα Λεπτά τα σκυλιά σου
και τα Δευτερόλεπτα οι δολοφόνοι σου.
Χρόνε αγέλαστε,
πάντα σοβαρός,
ακριβής,
ασταμάτητος.
Άσε στους ερωτευμένους λίγες στιγμές ακόμα,
άσε στις μάνες λίγα ακόμα γλυκά λόγια,
στον πατέρα που είναι μακριά,
δώσε του λίγη ακόμα επαφή.
Χρόνε αδίστακτε,
μη σπαταλάς το κρασί με μιας,
γουλιά γουλιά πίνε,
τώρα δεν μας βιάζει η ζωή.